επενεκτέος

επενεκτέος
ἐπενεκτέος, -α, -ον (AM)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσθέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό επίθετο σε -τέος τού ρ. επιφέρω από το θέμα ενεγκ- τού αορίστου: ήνεγκον, ενεγκείν*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”